ἵκτορας — ἵκτωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίκω — ἵκω (Α) έρχομαι, φθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Στη λεξιλογική ομάδα τού ἵκω ορισμένοι τ. εμφανίζουν βραχύ ἵ (πρβλ. ικάνω, ικνούμαι), ενώ άλλοι τ. μακρό ῑ (πρβλ. ίκω, ίγμαι). Είναι δυνατόν, λοιπόν, η οικογένεια τού ρ. ἵκω να ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα… … Dictionary of Greek
ικτορεύω — ἱκτορεύω (Α) [ίκτωρ] ικετεύω … Dictionary of Greek
sē̆ ik-, sī̆ k- — sē̆ ik , sī̆ k English meaning: to reach for, grab Deutsche Übersetzung: “reichen, greifen (with the Hand)” Material: Gk. ἵκω (*sīkō), Dor. εἵκω (*seikō) “come, gelange, erreiche”, Ion. Att. Inf. Aor. ἱκέσθαι (*sĭk ), Praes.… … Proto-Indo-European etymological dictionary